- συνδίδωμι
- ΜΑ [δίδωμι]παθ. συνδίδομαισυναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι στο ίδιο σημείοαρχ.1. δίνω σε κάποιον κάτι ταυτόχρονα με άλλον2. παραχωρώ κάτι ακόμη («συνδιδοῡναί μοι προθεσμίαν», πάπ.)3. (αμτβ.) α) συμπράττω, συνεργώ με κάποιονβ) (για συμπτώματα αρρώστιας) υποχωρώ, καταπαύωγ) χαλαρώνωδ) (για τα μάτια) βαθουλώνωε) διαδίδομαι, εξαπλώνομαι.
Dictionary of Greek. 2013.