συνδίδωμι

συνδίδωμι
ΜΑ [δίδωμι]
παθ. συνδίδομαι
συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι στο ίδιο σημείο
αρχ.
1. δίνω σε κάποιον κάτι ταυτόχρονα με άλλον
2. παραχωρώ κάτι ακόμη («συνδιδοῡναί μοι προθεσμίαν», πάπ.)
3. (αμτβ.) α) συμπράττω, συνεργώ με κάποιον
β) (για συμπτώματα αρρώστιας) υποχωρώ, καταπαύω
γ) χαλαρώνω
δ) (για τα μάτια) βαθουλώνω
ε) διαδίδομαι, εξαπλώνομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δίνω — (I) και δίδω και δώνω (AM δίδωμι και δίδω) Ι. 1. δίνω στο χέρι κάτι, εγχειρίζω 2. χαρίζω, παρέχω («τού δώσε δέκα λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη ρήγισσα και πάλιν άλλον γόνον») 3. κληροδοτώ («τού δώσε τ… …   Dictionary of Greek

  • επισυνδίδωμι — ἐπισυνδίδωμι (Α) (για ρεύμα) συνωθούμαι προς τα εμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + συνδίδωμι «συνεισφέρω, απλώνομαι»] …   Dictionary of Greek

  • συνδοτήρ — ῆρος, ὁ, Α αυτός που δίνει, παρέχει κάτι μαζί ή από κοινού με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συνδο τού συνδίδωμι (πρβλ. σύνδο σις + επίθημα τήρ (πρβλ. απο δο τήρ, εκ δο τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • συνδοτικός — ή, όν, Α [συνδίδωμι] 1. αυτός που εύκολα ενδίδει, υποχωρεί σε κάποιον ή σε κάτι 2. αυτός που εύκολα επηρεάζεται από κάποιον ή από κάτι («ὑπὸ γήραος καὶ ὑπὸ ὀδυνημάτων ξυνδοτική ἐστι [ἡ ράχις]», Ιπποκρ.) …   Dictionary of Greek

  • συνδότης — ὁ, Μ [συνδίδωμι] αυτός που χορηγεί κάτι από κοινού με άλλον, συνδοτήρ* …   Dictionary of Greek

  • σύνδοσις — όσεως, ἡ, ΜΑ, και αττ. τ. ξύνδοσις Α [συνδίδωμι] μσν. συνεισφορά, συνδοσία* αρχ. 1. διάχυση («σύνδοσις ὑγρῶν κατὰ κοιλίην», Ιπποκρ.) 2. (για νόσο) μετάδοση («ἐς πνεύμονα ἡ ξύνδοσις», Αρετ.) 3. χαλάρωση 4. συρροή λαού, μαζική προσέλευση ανθρώπων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”